
Στο τέλος της μέρας, οι άνθρωποι πάνω από 35 στην πόλη δεν είναι απλώς κουρασμένοι. Είναι ψημένοι. Σαν τα μπισκότα που έχουν μείνει λίγο παραπάνω στον φούρνο, αλλά κρατιούνται για να μη διαλυθούν.
Έχουν διαχειριστεί:
3 κρίσεις στο γραφείο (μία προσωπική)
2 τηλεφωνήματα από γονείς που ξεκίνησαν με “Καλά, δεν πέθανε κανείς…”
1 “θα το πληρώσω μέχρι την Παρασκευή”
και 37 tabs ανοιχτά στο μυαλό, 36 από τα οποία δεν θυμούνται πια γιατί τα άνοιξαν.
Αν η μέρα είχε soundtrack, θα ήταν ένας συνδυασμός elevator music, με ήχους ειδοποιήσεων και το theme του Chernobyl.
Το βράδυ δεν επιστρέφεις απλώς σπίτι. Επιστρέφεις στη βάση επιχειρήσεων. Ξεκινά η δεύτερη βάρδια: Πλύνε, σκούπισε, φτιάξε λίστα για το σούπερ μάρκετ (που θα ξεχαστεί), απάντα σε μηνύματα, και προσπάθησε να καταλάβεις γιατί το ρεύμα ήρθε 180€.
Όσο για τις σχέσεις; Μετά τα 35 το “θες να βγούμε;” απαντιέται με “Έχει πάρκινγκ;” και το “να έρθω σπίτι σου;” με “Θα μου φέρεις και κάτι απ’ το φαρμακείο;”.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο «θα κάτσω 5 λεπτά στον καναπέ» και στο «άνοιξα το Netflix αλλά κοιμήθηκα στο intro», υπάρχει αυτό το αθόρυβο, κοινό συναίσθημα:
το burnout με αξιοπρέπεια.
Οι άνθρωποι στην πόλη δεν λυγίζουν. Απλώς ξαπλώνουν λίγο στο πάτωμα με ρούχα δουλειάς, χωρίς να κάνουν scroll. Και την επόμενη μέρα… το ξαναζούν απ’ την αρχή, σαν ήρωες σε loop. Με χιούμορ, ένα ελαφρύ “γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου” και ίσως… ένα κομμάτι πίτσα.
Άλλη μια μέρα που κρατηθήκαμε ψύχραιμοι ενώ μπορούσαμε να κάνουμε σκηνή στο σούπερ μάρκετ.
ΥΓ
Αν δείτε το τηλεκοντρόλ κάτω από το σκύλο, πείτε του να το δώσει — δεν έχουμε αντοχές για δράματα απόψε.
Καληνύχτα σας.
